- ἐνάγιος
- ἐνᾰγ-ιος, α, ον,A under a curse,
Χρόνοι PMag.Par.1.844
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Χρόνοι PMag.Par.1.844
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ενάγιος — ἐνάγιος, α, ον (Α) αυτός που βρίσκεται κάτω από κατάρα, καταραμένος, αφορισμένος («ἐνάγιοι χρόνοι») … Dictionary of Greek